Η αποτυχία του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού
(IMO) να εγκρίνει το Net-Zero Framework στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου
2025 σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο από μια προσωρινή καθυστέρηση. Είναι ένα ρήγμα
εμπιστοσύνης στο ίδιο το θεσμικό οικοδόμημα που καλείται να οδηγήσει τη
ναυτιλία στην εποχή της κλιματικής ουδετερότητας.
Ανάμεσα στις χώρες που επέλεξαν την αποχή
συγκαταλέγεται και η Ελλάδα — μια από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές
δυνάμεις του κόσμου. Μια επιλογή που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της
κυβέρνησης, εκλαμβάνεται διεθνώς ως σύμπτωμα διπλωματικής αδράνειας και
πολιτικής υποταγής στα στενά συμφέροντα της πλοιοκτησίας.
Ένας θεσμός σε
κρίση κύρους
Η συνεδρίαση MEPC/ES.2, που θα μπορούσε να
αποτελέσει ιστορική στιγμή για τον IMO, κατέληξε σε μια αναβολή ενός έτους.
Η πρόταση ΗΠΑ και Σιγκαπούρης για καθυστέρηση επικράτησε με οριακή πλειοψηφία,
καθώς οι συμμαχίες διαμορφώθηκαν με γνώμονα τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά
συμφέροντα και όχι την κοινή περιβαλλοντική ευθύνη.
Η αδυναμία του IMO να καταλήξει σε δεσμευτικό
χρονοδιάγραμμα για τη μηδενική εκπομπή ρύπων υπονομεύει την ίδια του τη
νομιμοποίηση. Όταν ένας παγκόσμιος οργανισμός δεν μπορεί να επιβάλει
κανόνες στους ισχυρότερους παίκτες του, τότε σταδιακά παύει να αποτελεί σημείο
αναφοράς — και μετατρέπεται σε πεδίο πολιτικών ισορροπιών χωρίς ουσία.
Η στάση της
Ελλάδας: από την πρωτοβουλία στη σιωπή
Στη συνεδρίαση της άνοιξης (ΜΕPC 83), η Ελλάδα
συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση του Net-Zero
Framework, χωρίς ωστόσο να καταγραφεί κάποια ρητή τοποθέτηση υπέρ ή κατά. Τον
Οκτώβριο, όμως, επέλεξε συνειδητά την αποχή.
Η επιλογή αυτή, αν και παρουσιάστηκε ως
“ουδέτερη”, στην πράξη ευνόησε το μπλοκ των χωρών που επιδίωκαν καθυστέρηση
— και απομάκρυνε την Ελλάδα από τη συλλογική γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
οποία είχε ταχθεί υπέρ της υιοθέτησης του πλαισίου χωρίς περαιτέρω αναβολή.
Έτσι, η Αθήνα έχασε μια ευκαιρία να διαδραματίσει
ρόλο ενδιάμεσου ηγέτη, ικανού να συνδέσει τη ρεαλιστική ανησυχία της
ναυτιλίας με την ευρωπαϊκή στρατηγική για το κλίμα. Αντ’ αυτού, προτίμησε τη
διπλωματική σιωπή — μια στάση που ξοδεύει διπλωματικό κεφάλαιο χωρίς να
προσφέρει πραγματικά οφέλη.
Η επιρροή της
πλοιοκτησίας και η ψευδαίσθηση της προστασίας
Η αποχή της Ελλάδας δεν μπορεί να αποκοπεί από το
διαχρονικό βάρος της ελληνικής πλοιοκτησίας στην εθνική πολιτική. Η θέση της
κυβέρνησης αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, την πίεση ενός ισχυρού
επιχειρηματικού κλάδου που θεωρεί ότι οι διεθνείς ρυθμίσεις για το κλίμα
αποτελούν απειλή για την ανταγωνιστικότητα του στόλου.
Ωστόσο, διεθνείς ναυτιλιακές ενώσεις, όπως η Clean
Shipping Coalition, το Global Maritime Forum και το Danish
Maritime Chamber, επισημαίνουν το αντίθετο:
«Η καθυστέρηση δεν προστατεύει τη ναυτιλία· τη
βυθίζει στην αβεβαιότητα. Οι εταιρείες χρειάζονται σαφείς κανόνες για να
επενδύσουν»,
αναφέρει χαρακτηριστικά ο CEO του Danish Shipping.
Η αναβολή του IMO δεν εξυπηρετεί ούτε το
περιβάλλον ούτε τη σταθερότητα της αγοράς. Αντιθέτως, οδηγεί σε ένα
κατακερματισμένο ρυθμιστικό τοπίο, όπου η ΕΕ, οι ΗΠΑ και άλλες περιφέρειες θα
προχωρούν με δικά τους συστήματα φόρων άνθρακα, εμπορίου εκπομπών και καυσίμων
μηδενικού άνθρακα. Το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερο διοικητικό χάος και
υψηλότερο κόστος — ιδίως για τους ευρωπαίους πλοιοκτήτες.
Διπλωματικό
κόστος και ευρωπαϊκή απομόνωση
Η επιλογή της αποχής έχει ήδη διπλωματικό
αποτύπωμα. Η Ελλάδα, που άλλοτε προβαλλόταν ως “φωνή ισορροπίας” μεταξύ Βορρά
και Νότου, σήμερα εμφανίζεται αποστασιοποιημένη από την ευρωπαϊκή ατζέντα
και εσωστρεφής ως προς τη στρατηγική της.
Στις Βρυξέλλες, η στάση αυτή ερμηνεύεται ως υπονόμευση της συλλογικής θέσης
της ΕΕ, και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών ως απώλεια αξιοπιστίας μιας
παραδοσιακά ενεργής ναυτιλιακής δύναμης.
Η επόμενη μέρα
Η αναβολή του Net-Zero Framework και η στάση
χωρών όπως η Ελλάδα αφήνουν πίσω τους έναν IMO λιγότερο αποφασιστικό και
περισσότερο αποδυναμωμένο. Εάν ο Οργανισμός δεν κατορθώσει να επανέλθει με
ισχυρή δέσμευση το 2026, τότε η διεθνής ναυτιλία θα πορευτεί με κανόνες πολλών
ταχυτήτων — γεγονός που τελικά θα πλήξει την ίδια τη συνοχή της αγοράς.
Η Ελλάδα, με το τεράστιο ναυτιλιακό της
αποτύπωμα, έχει ακόμη τη δυνατότητα να ανακτήσει ρόλο ηγετικό, αν επιλέξει
να συνδέσει την ανταγωνιστικότητα με τη βιωσιμότητα. Γιατί στη νέα εποχή
της πράσινης ναυτιλίας, η πραγματική ισχύς δεν μετριέται σε τόνους dwt, αλλά σε
πολιτικό θάρρος και στρατηγικό όραμα.