Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

CO₂, Ελλάδα και κλιματική ουδετερότητα: κόμβος λύσεων ή αποθήκη προβλημάτων;

Η δέσμευση, μεταφορά και υπόγεια αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα Carbon Capture and Storage ή Carbon Capture, Utilisation and Storage (CCS/CCUS) έχει αναδειχθεί σε βασικό εργαλείο της στρατηγικής της Ευρωπαϊκή Ένωση για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας. Ιδίως σε τομείς όπως τα διυλιστήρια, η τσιμεντοβιομηχανία και η χημική βιομηχανία, όπου οι τεχνολογικές εναλλακτικές για πλήρη απανθρακοποίηση παραμένουν περιορισμένες, το CCS παρουσιάζεται ως «αναγκαίο κακό» ή ως μεταβατικό εργαλείο. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνεται όλο και συχνότερα η άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο μεταφοράς και –σε μικρότερο βαθμό– αποθήκευσης CO₂.

Το ερώτημα όμως παραμένει καίριο: μπορεί αυτή η στρατηγική να αποφέρει πραγματικό όφελος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία ή εγκυμονεί τον κίνδυνο η χώρα να μετατραπεί σε «αποθήκη» των περιβαλλοντικών αστοχιών άλλων;


Το επιχείρημα υπέρ: επενδύσεις, θέσεις εργασίας, γεωπολιτική αξία

·       Οι υποστηρικτές του CCS προβάλλουν τρία βασικά οφέλη.
Πρώτον, την προσέλκυση επενδύσεων. Υποδομές δέσμευσης, υγροποίησης, αγωγοί και ειδικά πλοία μεταφοράς CO₂ συνεπάγονται κεφάλαια, τεχνογνωσία και νέες θέσεις εργασίας, κυρίως σε λιμάνια και βιομηχανικές περιοχές.

·       Δεύτερον, τη διατήρηση βιομηχανικής δραστηριότητας. Σε κλάδους «σκληρούς στην απανθρακοποίηση» (όπως η εξόρυξη και χρήση Βωξίτη κλπ), το CCS μπορεί να λειτουργήσει ως δίχτυ ασφαλείας, αποτρέποντας αποβιομηχάνιση και απώλεια θέσεων εργασίας.

·       Τρίτον, τη γεωστρατηγική διάσταση. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας –στο σταυροδρόμι Νότιας, Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου– την καθιστά δυνητικό κόμβο μεταφοράς CO₂ προς περιοχές με μεγάλη αποθηκευτική ικανότητα, όπως η Βόρεια Θάλασσα.

Σε αυτό το αφήγημα εντάσσεται και η υπόγεια αποθήκη στον Πρίνος, η οποία προβάλλεται ως πιλοτικό έργο που πρέπει να καλύπτει αποκλειστικά εγχώριες ανάγκες και όχι μαζικές εισαγωγές CO₂.


Οι επιφυλάξεις: περιβάλλον, κοινωνία και ηθικός κίνδυνος

Η επιφυλακτικότητά που αναπτύσσεται γύρω από το θέμα και η αναγκαία εθνική συζήτηση που πρέπει να γίνει, δεν είναι ούτε περιθωριακή ούτε αδικαιολόγητη. Αντίθετα, αγγίζει τον πυρήνα της συζήτησης.

Πρώτον, υπάρχει ο περιβαλλοντικός κίνδυνος. Παρά τις τεχνολογικές διαβεβαιώσεις, η υπόγεια αποθήκευση CO₂ δεν είναι απολύτως απαλλαγμένη από αβεβαιότητες: μακροχρόνια στεγανότητα, σεισμικότητα, θαλάσσια οικοσυστήματα. Για μια χώρα με έντονη σεισμική δραστηριότητα και οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό και την αλιεία, η κοινωνική ανοχή σε τέτοιους κινδύνους είναι –και δικαίως– χαμηλή.

Δεύτερον, υπάρχει ο κοινωνικός και ηθικός κίνδυνος. Το CCS μπορεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για τη συνέχιση ρυπογόνων πρακτικών αλλού. Αν η Ελλάδα περιοριστεί στον ρόλο του «διαμετακομιστή» ή, χειρότερα, του αποθηκευτή, τότε ουσιαστικά αναλαμβάνει το βάρος επιλογών που δεν έκανε η ίδια.

Τρίτον, το οικονομικό όφελος δεν είναι αυτονόητο. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η υψηλή προστιθέμενη αξία του CCS βρίσκεται στην τεχνολογία, στη βιομηχανική καινοτομία και στην ιδιοκτησία γνώσης – όχι απλώς στη φιλοξενία υποδομών.


Πόσο και ποιο μπορεί να είναι το όφελος;

Ρεαλιστικά, το καθαρό όφελος για την ελληνική κοινωνία μπορεί να είναι μέτριο έως περιορισμένο, εάν η χώρα κινηθεί παθητικά, όπως φαίνεται στη παρούσα φάση με τις επιλογές της κυβέρνησης.
Αντίθετα, μπορεί να γίνει ουσιαστικό αλλά υπό όρους, εφόσον:

  • το CCS περιοριστεί αποκλειστικώς για την κάλυψη εγχώριων, αναπόφευκτων βιομηχανικών εκπομπών της χώρας,
  • η αποθήκευση CO₂ από τρίτες χώρες αποκλειστεί ως κυρίαρχη δραστηριότητα,
  • και η Ελλάδα δεν εγκλωβιστεί σε μια μονοδιάστατη «οικονομία αποθήκευσης».

Σε κοινωνικό επίπεδο, το όφελος έχει νόημα μόνο εάν συνδέεται με σταθερές, ποιοτικές θέσεις εργασίας, διαφάνεια, συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και σαφή μηχανισμό ευθύνης σε περίπτωση ατυχήματος.


Προτάσεις και διαρθρωτικές επεμβάσεις

Αντί για τον ρόλο της «χώρας αποθήκευσης», η Ελλάδα θα μπορούσε να επιδιώξει έναν διαφορετικό, πιο ισορροπημένο δρόμο:

1. CCS ως συμπλήρωμα, όχι ως κεντρική στρατηγική.
Η προτεραιότητα πρέπει να παραμείνει στις ΑΠΕ, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στην ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας όπου είναι εφικτό.

2. Έμφαση στη μεταφορά και στη ναυτιλία CO₂, όχι στην αποθήκευση.
Η ελληνική ναυτιλία και τα λιμάνια μπορούν να αξιοποιηθούν σε μια νέα αγορά, χωρίς την ανάληψη μακροχρόνιων περιβαλλοντικών κινδύνων.

3. Ανάπτυξη τεχνολογιών αξιοποίησης CO₂ (CCU).
Συνθετικά καύσιμα, χημικά προϊόντα, δομικά υλικά: εδώ βρίσκεται η προστιθέμενη αξία και η καινοτομία.

4. Αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο και κοινωνική συναίνεση.
Καμία αποθήκευση χωρίς πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση, ανεξάρτητους ελέγχους και ρητή συναίνεση των τοπικών κοινωνιών.


Συμπέρασμα

Η αποθήκευση CO₂ δεν είναι από μόνη της επιλογή ωφέλειας για τη χώρα μας. Για την Ελλάδα, όμως, ο κίνδυνος να καταστεί «χώρος τακτοποίησης» των προβλημάτων άλλων είναι υπαρκτός.
Η όποιες λοιπόν επιφυλάξεις δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται με τον γνωστό επικοινωνιακό ιμπεριαλισμό των δομημένων συμφερόντων που εκπροσωπεί η κυβέρνηση της χώρας,· χρειάζεται να ενσωματωθούν στο σχεδιασμό και στη χάραξη πολιτικής στο συγκεκριμένο τομέα.

Μόνο αν το CCS αντιμετωπιστεί ως περιορισμένο, αυστηρά ελεγχόμενο εργαλείο –και όχι ως νέα βαριά βιομηχανία– μπορεί να γίνει ωφέλιμο, ασφαλές και κοινωνικά αποδεκτό. Διαφορετικά, το τίμημα κινδυνεύει να είναι μεγαλύτερο από το όφελος.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Η "Εποπτική Μονάδα Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων" & και το "αδιοίκητο" του λιμενικού μας συστήματος.


Ο υπουργός κος. Κικίλιας και οι συνεργάτες του, μας έδωσε σήμερα ένα ακόμη παράδειγμα του πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη λιμενική διακυβέρνηση: σαν ατελείωτο εργαστήριο διοικητικών πειραμάτων, όπου κάθε λάθος όχι απλώς δεν διορθώνεται, αλλά… θεσμοποιείται.

Μετά την απαξίωση της (ΔΑΛ) Δημόσιας Αρχής Λιμένος, την συστηματική υποβάθμιση της (ΡΑΛ) Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων και τη μετατροπή του Υπερταμείου σε de facto Αρχή Λιμένων (διότι, γιατί να έχεις θεσμούς όταν μπορείς να έχεις εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου, εκτελεστικούς βραχίονες;), το Υπουργείο προτείνει τώρα την ίδρυση της περιβόητης Εποπτικής Μονάδας Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων, ενός νέου φορέα τοποθετημένου προσεκτικά… στην τσέπη του εκάστοτε υπουργού.

Όσο για ανεξάρτητη εποπτεία; Ε, ας μην είμαστε υπερβολικοί.
Η κυβέρνηση έχει δείξει συνεπή «αλλεργία» προς καθετί που θυμίζει θεσμικό αντίβαρο — είτε λέγεται ΡΑΛ είτε ΕΣΑΛ είτε οποιαδήποτε αρχή τολμά να λειτουργεί χωρίς κομματική χειραγώγηση. Το σχέδιο νόμου έρχεται απλώς να επιβεβαιώσει ότι αυτό δεν είναι σύμπτωμα, είναι στρατηγική επιλογή.

Η (ΕΜΑΛΠ) Εποπτική Μονάδα Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων, λοιπόν, παρουσιάζεται ως λύση, ενώ συνιστά το τελικό στάδιο του προβλήματος:
Ένας φορέας χωρίς ανεξαρτησία, με κυβερνητικά διορισμένη πλειοψηφία και αρμοδιότητες κομμένες και ραμμένες ώστε να εξυπηρετούν περισσότερο την πολιτική επίβλεψη παρά την πραγματική εποπτεία. Ένας οργανισμός-υποκατάστατο, που όχι μόνο επικαλύπτει τον ρόλο της ήδη αποψιλωμένης ΡΑΛ, αλλά ακυρώνει στην πράξη κάθε δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου στις λιμενικές λειτουργίες της χώρας.

Και όλο αυτό σε πλήρη αναντιστοιχία με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Ο Κανονισμός 2017/352 απαιτεί διαφάνεια, χρηματοοικονομικό έλεγχο και —τολμηρή λέξη για τα ελληνικά πράγματα— ανεξαρτησία. Εδώ, αντιθέτως, η κυβέρνηση εισάγει έναν θεσμό που μοιάζει περισσότερο με διοικητικό bodyguard του υπουργού παρά με εποπτικό μηχανισμό λιμένων. Μονάδα Ασφάλειας; Μάλλον Μονάδα Ασφαλείας… της πολιτικής επιρροής.

Η λογική ότι «η εποπτεία των λιμένων είναι απλώς ζήτημα ασφάλειας» και ότι όλα τα υπόλοιπα μπορούν να διεκπεραιωθούν από μια επταμελή ομάδα, μαρτυρά μια επικίνδυνη άγνοια για το πώς λειτουργεί το σύγχρονο λιμενικό σύστημα. Είναι σαν να προσπαθείς να κάνεις λιμενική πολιτική με πυξίδα που δείχνει μόνο… τον υπουργό.

Αντί να ενισχυθεί η ΡΑΛ ως θεσμικός ρυθμιστής με εμπειρία και τεχνογνωσία, αντί να αποκατασταθούν οι αρμοδιότητες της ΕΣΑΛ, η κυβέρνηση επιλέγει την εύκολη λύση: περισσότερος συγκεντρωτισμός, λιγότερη ανεξαρτησία, περισσότερη «εποπτεία» των εποπτών. Μια Ελλάδα που επιλέγει κάτι που μοιάζει λιγότερο με ευρωπαϊκό λιμενικό σύστημα και περισσότερο με διοικητικό escape room — όπου ο κάθε υπουργός σχεδιάζει το επόμενο παζλ και τα λιμάνια προσπαθούν να βρουν την έξοδο.

Και το συμπέρασμα είναι απλό:
Αν θέλουμε σοβαρή λιμενική πολιτική, δεν γίνεται να αντιμετωπίζουμε τις ανεξάρτητες αρχές σαν ενοχλητικούς συγγενείς που πρέπει να τους κρατάμε σε διπλανό δωμάτιο. Η ανάπτυξη των λιμένων απαιτεί θεσμική σταθερότητα, πραγματική ανεξαρτησία και ένα μοντέλο διοίκησης που κοιτάζει στην Ευρώπη. Όχι στον καθρέφτη του υπουργικού γραφείου.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Μαθητευόμενοι μάγοι ή η κυβέρνηση θεωρεί εαυτήν πάνω από τους νόμους?


Παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες στο δημόσιο λόγο, σε μέσα ενημέρωσης, διάφορους ειδικούς, αλλά και ανίδεους, να διαγκωνίζονται για το ποιος ή ποια μπορεί, περισσότερο, να αναλύσει την είδηση για τη δημιουργία νέου λιμένος στη Ελευσίνα, στην περιοχή των ναυπηγείων, που διαχειρίζεται η αμερικανικών συμφερόντων εταιρία της ΟΝΕΧ.

Με τη συνάντηση του υπουργού κου Θεοδωρικάκου με την Αμερικανίδα πρέσβειρα εκφράστηκε η ετοιμότητα της κυβέρνησης να διαθέσει, δια τροπολογίας, στην ΟΝΕΧ τη δυνατότητα ανάπτυξης και παροχής λιμενικών δραστηριοτήτων στη συγκεκριμένη περιοχή.

Έτσι, κατά τη γνώμη μας, σκανδαλωδώς σχεδιάζεται η Βουλή να κληθεί καταρχήν να διευρύνει τις αρμοδιότητες της ONEX ώστε να περιληφθεί και η παροχή λιμενικών υπηρεσιών και, στη συνέχεια, πάλι με νομοθετική ρύθμιση, να της παραχωρήσει 400 στρ. δημόσια γη στην Ελευσίνα.

Καταθέτω την γνώμη, με βάση ότι γνωρίζω από το υπάρχον εθνικό και ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, ότι τέτοια απόφαση δεν μπορεί να σταθεί στα ελληνικά και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, στην  περίπτωση προσφυγής όποιου/ας έχει έννομο συμφέρον.

Προφανώς και δεν θα είναι η πρώτη φορά που η αλαζονεία της εκτελεστικής εξουσίας δεν θα διστάσει να δημιουργήσει διαύλους νομιμοφανούς υλοποίησης των επιλογών τους.

Πώς μπορεί,   στη χώρα μας, να διαχειριστεί, κάποιος, κάποιο λιμάνι ή τερματικό; Αν κάποιος θέλει να εκμεταλλευτεί ένα λιμάνι, θα πρέπει να περιμένει να πάρει μέρος σε κάποιον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση ενός υπάρχοντος ή, εναλλακτικά, να συμμετέχει σε κάποιον διαγωνισμό για την κατασκευή καινούργιου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές λιμενικού σχεδιασμού έχουν εγκρίνει τη σχετική δραστηριότητα.

Τις μέρες αυτές φαίνεται ότι με την παρέμβαση της νέας Αμερικανίδας πρέσβειρας, εγκαινιάζονται καινοφανείς πρακτικές υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων, υπονομεύοντας κάθε έννοια ανταγωνισμού, υπερ  της ΟΝΕΧ -των ναυπηγείων Σύρου και Ελευσίνας:

Μπορεί να θεωρηθεί ως απευθείας δωρεά: Η ΟΝΕΧ θέλει να κάνει λιμάνι ακριβώς δίπλα στο λιμάνι της Ελευσίνας και η κυβέρνηση σπεύδει (χωρίς σχεδιασμό και χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες) να της δώσει τη σχετική άδεια μαζί με 400 στρ. δημόσια γη, με φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση που δήλωσε ότι θα φέρει στη Βουλή τις επόμενες ημέρες –διότι, κανονικά, παραχώρηση δημόσιας ιδιοκτησίας δεν επιτρέπεται να γίνει χωρίς διαγωνισμό.



 

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

H ΕΜΑΛΠ, η ΔΑΛ, η ΡΑΛ και το “ράβε - ξήλωνε”.


Δεν ήταν απλώς "μαθητευόμενοι μάγοι" αλλά προκάλεσαν ωφέλειες σε συμφέροντα και ζημιά για τη χώρα. Άλλοι συνειδητά και άλλοι από αδικαιολόγητη άγνοια.

Αυτές τις μέρες έχει τεθεί σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση, το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με τίτλο: «Έποπτική Μονάδα Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων και άλλες διατάξεις».

Η υπό διαμόρφωση λοιπόν αυτή «Εποπτική Μονάδα Ασφάλειας Λιμένων και Πλοίων» (ΕΜΑΛΠ) έρχεται να καλύψει —ή μάλλον επιχειρεί να θεραπεύσει— ένα τραύμα που η ίδια η κυβέρνηση προκάλεσε το 2020, όταν, με τροπολογία του τότε υπουργού κου Πλακιωτάκη, καταργήθηκε η Δημόσια Αρχή Λιμένων (ΔΑΛ).

Εκείνη η άκριτη επιλογή άφησε ένα θεσμικό κενό στη αρχιτεκτονική διακυβέρνησης του λιμενικού συστήματος της χώρας, αποδυναμώνοντας τις δικλίδες ελέγχου, ρύθμισης και εποπτείας μιας αγοράς στρατηγικής σημασίας για την οικονομία, τη γεωπολιτική και την εθνική ασφάλεια.

Η ακολουθία των γεγονότων —κατάργηση της ΔΑΛ, υποβάθμιση της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων (ΡΑΛ), παραίτηση ικανών και έμπειρων μελών της, καθυστερημένη και σιωπηλή αναγνώριση του λάθους από την κυβέρνηση το 2024 και επανασύσταση ενός νέου φορέα σήμερα— συνιστά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελληνικού θεσμικού «ράβε-ξήλωνε».

Το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι απλώς αν η ΕΜΑΛΠ είναι χρήσιμη. Προφανώς και θα είναι αν αποτελεί πραγματική επιλογή ορθολογικής διόρθωσης ενός λάθους. Το θέμα είναι αν επιχειρείται να καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε με την κατάργηση της ΔΑΛ και την υποβάθμιση αρμοδιοτήτων της ΡΑΛ φτιάχνοντας ένα όργανο (ΕΜΑΛΠ) με ασφυκτικό βαθμό κομματικού και κυβερνητικού ελέγχου, εις βάρους της δημιουργικής θεσμικής ανεξαρτησίας των μελών του.

Το αρχικό λάθος και η καθυστερημένη παραδοχή

Η κατάργηση της ΔΑΛ το 2020 από τον τότε υπουργό κ. Πλακιωτάκη έγινε χωρίς θεσμική προετοιμασία και χωρίς να υπάρξει ισοδύναμο υποκατάστατο. Η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ), που θα μπορούσε να αναλάβει έναν πιο κεντρικό ρυθμιστικό ρόλο, όχι μόνο δεν ενισχύθηκε αλλά υποβαθμίστηκε στη συνέχεια, το 2022, τόσο λειτουργικά όσο και θεσμικά. Αυτό προκάλεσε λειτουργική αδράνειά της σε μια φάση ωριμότητάς της στο ρυθμιστικό της ρόλο και, τελικά, παραιτήσεις έμπειρων τεχνοκρατών μελών της που, από την έναρξη της λειτουργίας της, στήριξαν το έργο της Αρχής.

Το μήνυμα τότε ήταν ξεκάθαρο: η χώρα αποδυνάμωνε έναν από τους ελάχιστους θεσμούς με σχετική και αναγκαία τεχνογνωσία στη ρύθμιση και εποπτεία της λιμενικής αγοράς.

Δεν είναι τυχαίο ότι τον Νοέμβριο του 2024 ο επόμενος υπουργός Ναυτιλίας κ. Στυλιανίδης, ενημέρωσε το Υπουργικό Συμβούλιο για την ανάγκη επανίδρυσης “εποπτικού φορέα”, ουσιαστικά στα πρότυπα της ΔΑΛ, υπό την αρχική ονομασία «Εποπτική Αρχή Λιμένων» (ΕΑΛ). Η διαπίστωση του λάθους ήταν ξεκάθαρη. Αλλά η αναγκαία αυτή θεσμική διόρθωση ήδη έχει καθυστερήσει από τότε που καταγράφηκε στο υπουργικό όργανο ήδη έναν χρόνο.

Δημιουργείται λοιπόν εύλογη αμφιβολία: η ΕΜΑΛΠ που προτείνεται σήμερα από την κυβέρνηση είναι προϊόν ενός ώριμου σχεδιασμού ή ακόμη μια εξαναγκαστική επιλογή διαχείρισης διοικητικών ανεπαρκειών του σχετικού υπουργείου;

Ποιες είναι οι “καλές πρακτικές”, από άλλα κράτη και σε κάθε περίπτωση από ευρωπαϊκά, που τις αξιοποιούν  ώστε να τις προσαρμόσουν στην ελληνική περίπτωση;

Η σύσταση της ΕΜΑΛΠ: ένας θεσμός με ορθή στόχευση αλλά προβληματική αρχιτεκτονική

Η νέα ΕΜΑΛΠ, όπως παρουσιάζεται στο σχέδιο νόμου, φέρεται να έχει μεταξύ άλλων τις ακόλουθε σημαντικές αρμοδιότητες:

  • έλεγχο συμβάσεων παραχώρησης,
  • εποπτεία υποπαραχωρήσεων,
  • επιβολή κυρώσεων,
  • αξιολόγηση της συμμόρφωσης των λιμενικών δομών, μέσω δεικτών,
  • δημιουργία ετήσιων εκθέσεων,
  • βελτίωση της ασφάλειας λιμένων και πλοίων,
  • συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς.

Στην πράξη, αυτά είναι απαραίτητα εργαλεία. Η εποπτεία των λιμένων στην εποχή της ψηφιακής ναυτιλίας, των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, των επενδύσεων τρίτων χωρών εκτός Ευρώπης στην χώρα (αλλά και στην Ευρώπη) και της αυξημένης έντασης στην επίδραση και τελικά έλεγχο στις εφοδιαστικές αλυσίδες δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς θεσμούς που συνδυάζουν τεχνογνωσία, ανεξαρτησία και προπάντων σταθερότητα.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.

Διότι το θεσμικό DNA της ΕΜΑΛΠ είναι κάθε άλλο παρά ανεξάρτητο. Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της, σε αντίθεση με την παλαιά ΔΑΛ, αλλά και την κουτσουρεμένων δραστηριοτήτων ΡΑΛ, είναι κατά βάση κυβερνητικά διορισμένη, με τον αρμόδιο υπουργό να έχει την αποφασιστική επιρροή. Στην πράξη, αυτό περιορίζει την ικανότητα της ΕΜΑΛΠ να λειτουργήσει ως ουδέτερος ρυθμιστής και όχι ως υπηρεσιακή επέκταση του ίδιου του Υπουργείου Ναυτιλίας.

Πώς μπορεί ένας φορέας να ελέγχει αποτελεσματικά τις συμβάσεις παραχώρησης — πολλές εκ των οποίων αποτελούν πεδία έντονης πολιτικής τριβής — όταν η διοίκησή του ορίζεται από τον ελεγχόμενο;

Η διαφορά με το προηγούμενο καθεστώς της ΔΑΛ είναι ουσιαστική: εκεί υπήρχαν διαδικασίες επιλογής, διαφάνειας και θεσμικών αντιβάρων. Σήμερα, με την πρόταση αυτή της κυβέρνησης στο σχέδιο νόμου, η συγκέντρωση στην εκτελεστική εξουσία αυξάνεται και γίνεται ασφυκτική εις βάρος της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας από συμφέροντα και μικροπολιτικές σκοπιμότητες κομματικού επιπέδου.

Η ΡΑΛ: από την υποβάθμιση στην αναγκαία επιστροφή στο προσκήνιο

Αν θέλουμε μια σοβαρή αρχιτεκτονική διακυβέρνησης του ελληνικού λιμενικού συστήματος, τότε καμία ΕΜΑΛΠ, όσο ισχυρή και αν γίνει, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ρόλο μιας ανεξάρτητης ΡΑΛ.

Η ΡΑΛ μπορεί να αποτελέσει τον μόνο αμιγώς ρυθμιστικό φορέα με εμπειρία, τεχνογνωσία και θεσμική μνήμη. Το σημαντικότερο: είναι το θεσμικό αντίβαρο που μπορεί να ελέγξει αποφάσεις άλλων αρχών, να εξετάζει ενδικοφανείς προσφυγές, να αξιολογεί την τήρηση των συμβάσεων και να παρεμβαίνει όταν οι κανόνες της αγοράς παραβιάζονται.

Η αναβάθμιση της ΡΑΛ δεν είναι απλώς θέμα διοικητικής πληρότητας. Είναι στρατηγική ανάγκη για πέντε λόγους:

1. Οι γεωστρατηγικές εξελίξεις αυξάνουν την αξία των λιμανιών

Η Ανατολική Μεσόγειος αλλάζει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αναδιάταξη των θαλάσσιων διαδρομών, η ενίσχυση της Κίνας και των επενδύσεών της στην Ευρώπη, οι κρίσεις στην Ερυθρά Θάλασσα — όλα αυτά μετατρέπουν τα λιμάνια σε κόμβους ισχύος, όχι σε απλές πύλες εμπορίου. Δεν είναι δηλαδή Real Estate, όπως τα είχε αντιληφθεί το αλήστου μνήμης ΤΑΪΠΕΔ που "κρύφτηκε" πλέον μέσα στο ΥπερΤαμείο, με τις ακατανόητες διεθνώς επιλογές του για τη λιμενική βιομηχανία της χώρας.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα χρειάζεται έναν πραγματικά ανεξάρτητο ρυθμιστή.

2. Οι συμβάσεις παραχώρησης έχουν γίνει πιο περίπλοκες

Με τα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, Ηγουμενίτσας, Ηρακλείου και των επόμενων που βρίσκονται σε διαγωνιστική διαδικασία παραχώρησης, να έχουν ιδιώτες επενδυτές, οι συμβάσεις έχουν αυξημένη πολυπλοκότητα και απαιτούν τεχνοκρατικό έλεγχο.
Η ΡΑΛ είναι ο μόνος φορέας που μπορεί και πρέπει να έχει τις λειτουργικές προϋποθέσεις για να διαθέτει την ικανότητα για αυτή τη ανάγκη.

3. Η Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτεί διαφάνεια και ανεξαρτησία

Ο Κανονισμός 2017/352 δεν είναι τυπικό χαρτί. Είναι σαφής ως προς την ανάγκη διαφάνειας, οικονομικού ελέγχου και ανεξαρτησίας των εποπτικών φορέων.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να εμφανίζεται ως χώρα που πρώτα φτιάχνει ένα θεσμό, μετά τον καταργεί, μετά τον ξαναφτιάχνει κάποιον άλλο με διαφορετικό όνομα και χαρακτηριστικά και με ανύπαρκτη ανεξαρτησία.

4. Η ΡΑΛ έχει ανθρώπινο κεφάλαιο που δεν πρέπει να χαθεί ξανά

Οι παραιτήσεις στελεχών της μετά το 2020 ήταν καμπανάκι κινδύνου.
Η τεχνογνωσία τους δεν οικοδομείται από τη μια μέρα στην άλλη.
Η επαναφορά της ΡΑΛ στο προηγούμενο καθεστώς λειτουργίας της θα επιτρέψει την δυνατότητα να αξιοποιηθούν τεχνοκράτες που γνωρίζουν, σε θεωρητικό αλλά και σε λειτουργικό επίπεδο, περισσότερο την αγορά.

5. Μόνο ένα σύστημα δύο ισχυρών θεσμών εξασφαλίζει ισορροπία

Στις ώριμες λιμενικές οικονομίες υπάρχουν δύο πυλώνες:

  • ένας ανεξάρτητος εποπτικός φορέας (τύπου ΔΑΛ ας τον ονομάσουμε σήμερα ΕΜΑΛΠ, αλλά ανεξάρτητος),
  • και ένας ρυθμιστής (όπως πρέπει να είναι η ΡΑΛ, ως ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή).
    Ο ένας ελέγχει τη συμμόρφωση και την ασφάλεια.
    Ο άλλος ελέγχει την αγορά, τους παρόχους υπηρεσιών και τις συμβάσεις.
    Κανένας δεν πρέπει να λειτουργεί ως παρακολούθημα του Υπουργείου.

Προς μια πραγματική λιμενική μεταρρύθμιση

Για να αποκτήσει η Ελλάδα σύγχρονο μοντέλο διακυβέρνησης λιμένων, χρειάζονται τρεις τομές:

1. Αναβάθμιση της ΡΑΛ στην προηγούμενη θεσμική ισχύ της

Με οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια, διευρυμένες αρμοδιότητες και κατάργηση των ρυθμίσεων που την περιόρισαν.

2. Αναθεώρηση της πρότασης για την ΕΜΑΛΠ ώστε να μειωθεί ο πολιτικός έλεγχος

Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει να αποκτήσει θεσμικά αντίβαρα, συμμετοχή ΑΣΕΠ, συμμετοχή της Βουλής και διαδικασίες διαφάνειας.

3. Θεσμική σταθερότητα — όχι άλλες τροπολογίες κατάργησης αρμοδιοτήτων και οργάνων της πολιτείας, χωρίς μελέτη των αποτελεσμάτων τους.

Η αγορά χρειάζεται προβλεψιμότητα. Οι επενδυτές το ίδιο.
Δεν είναι σοβαρή διοίκηση να αλλάζει ο θεσμός κάθε τρία χρόνια
χωρίς σκέψη για τα υποκατάστατα τους, όπως συνέβη με τις επιλογές του κου Πλακιωτάκη.

Επίλογος: Για να μην ξαναζήσουμε “ράβε-ξήλωνε”

Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία —και την ανάγκη— να οικοδομήσει επιτέλους ένα στιβαρό θεσμικό σύστημα για τα λιμάνια της.

Η ΕΜΑΛΠ μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης, αν διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της και οπωσδήποτε όχι από μόνη της.

Χωρίς την αναβάθμιση της ΡΑΛ και χωρίς σαφείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας, ο κίνδυνος να επαναληφθεί το θεσμικό χάος της τελευταίας πενταετίας είναι υπαρκτός.

Τα λιμάνια ήταν πάντα μηχανές οικονομικής και περιφερειακής ανάπτυξης και σήμερα έχει επιβεβαιωθεί ακόμη περισσότερο ότι είναι και γεωστρατηγικά εργαλεία ισχύος.
Δεν μπορούν να λειτουργούν με λογικές αυτοσχεδιασμού ή συγκυριακών αποφάσεων.

Αν η χώρα θέλει πραγματικά να προχωρήσει σε λιμενική μεταρρύθμιση, τότε χρειάζεται:
θεσμική σοβαρότητα, ανεξαρτησία, διαφάνεια και σταθερότητα.

Οτιδήποτε λιγότερο δεν είναι μεταρρύθμιση.
Είναι απλώς ένα ακόμη επεισόδιο στο γνώριμο ελληνικό «ράβε-ξήλωνε» του κομματικού και πελατειακού κράτους.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Η αποχή της Ελλάδας και η κρίση αξιοπιστίας του IMO

Η αποτυχία του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) να εγκρίνει το Net-Zero Framework στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου 2025 σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο από μια προσωρινή καθυστέρηση. Είναι ένα ρήγμα εμπιστοσύνης στο ίδιο το θεσμικό οικοδόμημα που καλείται να οδηγήσει τη ναυτιλία στην εποχή της κλιματικής ουδετερότητας.

Ανάμεσα στις χώρες που επέλεξαν την αποχή συγκαταλέγεται και η Ελλάδα — μια από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές δυνάμεις του κόσμου. Μια επιλογή που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της κυβέρνησης, εκλαμβάνεται διεθνώς ως σύμπτωμα διπλωματικής αδράνειας και πολιτικής υποταγής στα στενά συμφέροντα της πλοιοκτησίας.


Ένας θεσμός σε κρίση κύρους

Η συνεδρίαση MEPC/ES.2, που θα μπορούσε να αποτελέσει ιστορική στιγμή για τον IMO, κατέληξε σε μια αναβολή ενός έτους. Η πρόταση ΗΠΑ και Σιγκαπούρης για καθυστέρηση επικράτησε με οριακή πλειοψηφία, καθώς οι συμμαχίες διαμορφώθηκαν με γνώμονα τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά συμφέροντα και όχι την κοινή περιβαλλοντική ευθύνη.

Η αδυναμία του IMO να καταλήξει σε δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για τη μηδενική εκπομπή ρύπων υπονομεύει την ίδια του τη νομιμοποίηση. Όταν ένας παγκόσμιος οργανισμός δεν μπορεί να επιβάλει κανόνες στους ισχυρότερους παίκτες του, τότε σταδιακά παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς — και μετατρέπεται σε πεδίο πολιτικών ισορροπιών χωρίς ουσία.


Η στάση της Ελλάδας: από την πρωτοβουλία στη σιωπή

Στη συνεδρίαση της άνοιξης (ΜΕPC 83), η Ελλάδα συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση του Net-Zero Framework, χωρίς ωστόσο να καταγραφεί κάποια ρητή τοποθέτηση υπέρ ή κατά. Τον Οκτώβριο, όμως, επέλεξε συνειδητά την αποχή.

Η επιλογή αυτή, αν και παρουσιάστηκε ως “ουδέτερη”, στην πράξη ευνόησε το μπλοκ των χωρών που επιδίωκαν καθυστέρηση — και απομάκρυνε την Ελλάδα από τη συλλογική γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε ταχθεί υπέρ της υιοθέτησης του πλαισίου χωρίς περαιτέρω αναβολή.

Έτσι, η Αθήνα έχασε μια ευκαιρία να διαδραματίσει ρόλο ενδιάμεσου ηγέτη, ικανού να συνδέσει τη ρεαλιστική ανησυχία της ναυτιλίας με την ευρωπαϊκή στρατηγική για το κλίμα. Αντ’ αυτού, προτίμησε τη διπλωματική σιωπή — μια στάση που ξοδεύει διπλωματικό κεφάλαιο χωρίς να προσφέρει πραγματικά οφέλη.


Η επιρροή της πλοιοκτησίας και η ψευδαίσθηση της προστασίας

Η αποχή της Ελλάδας δεν μπορεί να αποκοπεί από το διαχρονικό βάρος της ελληνικής πλοιοκτησίας στην εθνική πολιτική. Η θέση της κυβέρνησης αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, την πίεση ενός ισχυρού επιχειρηματικού κλάδου που θεωρεί ότι οι διεθνείς ρυθμίσεις για το κλίμα αποτελούν απειλή για την ανταγωνιστικότητα του στόλου.

Ωστόσο, διεθνείς ναυτιλιακές ενώσεις, όπως η Clean Shipping Coalition, το Global Maritime Forum και το Danish Maritime Chamber, επισημαίνουν το αντίθετο:

«Η καθυστέρηση δεν προστατεύει τη ναυτιλία· τη βυθίζει στην αβεβαιότητα. Οι εταιρείες χρειάζονται σαφείς κανόνες για να επενδύσουν»,
αναφέρει χαρακτηριστικά ο CEO του Danish Shipping.

Η αναβολή του IMO δεν εξυπηρετεί ούτε το περιβάλλον ούτε τη σταθερότητα της αγοράς. Αντιθέτως, οδηγεί σε ένα κατακερματισμένο ρυθμιστικό τοπίο, όπου η ΕΕ, οι ΗΠΑ και άλλες περιφέρειες θα προχωρούν με δικά τους συστήματα φόρων άνθρακα, εμπορίου εκπομπών και καυσίμων μηδενικού άνθρακα. Το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερο διοικητικό χάος και υψηλότερο κόστος — ιδίως για τους ευρωπαίους πλοιοκτήτες.


Διπλωματικό κόστος και ευρωπαϊκή απομόνωση

Η επιλογή της αποχής έχει ήδη διπλωματικό αποτύπωμα. Η Ελλάδα, που άλλοτε προβαλλόταν ως “φωνή ισορροπίας” μεταξύ Βορρά και Νότου, σήμερα εμφανίζεται αποστασιοποιημένη από την ευρωπαϊκή ατζέντα και εσωστρεφής ως προς τη στρατηγική της.
Στις Βρυξέλλες, η στάση αυτή ερμηνεύεται ως υπονόμευση της συλλογικής θέσης της ΕΕ, και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών ως απώλεια αξιοπιστίας μιας παραδοσιακά ενεργής ναυτιλιακής δύναμης.


Η επόμενη μέρα

Η αναβολή του Net-Zero Framework και η στάση χωρών όπως η Ελλάδα αφήνουν πίσω τους έναν IMO λιγότερο αποφασιστικό και περισσότερο αποδυναμωμένο. Εάν ο Οργανισμός δεν κατορθώσει να επανέλθει με ισχυρή δέσμευση το 2026, τότε η διεθνής ναυτιλία θα πορευτεί με κανόνες πολλών ταχυτήτων — γεγονός που τελικά θα πλήξει την ίδια τη συνοχή της αγοράς.

Η Ελλάδα, με το τεράστιο ναυτιλιακό της αποτύπωμα, έχει ακόμη τη δυνατότητα να ανακτήσει ρόλο ηγετικό, αν επιλέξει να συνδέσει την ανταγωνιστικότητα με τη βιωσιμότητα. Γιατί στη νέα εποχή της πράσινης ναυτιλίας, η πραγματική ισχύς δεν μετριέται σε τόνους dwt, αλλά σε πολιτικό θάρρος και στρατηγικό όραμα.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Διπλωματική ήττα για την ΕΕ και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.

 



Η απόφαση της 
συνεδρίαση MEPC/ES.2 του IMO, συνιστά προσωρινή(;) ήττα για την ευρωπαϊκή διπλωματία και κατά τη γνώμη μας πλήγμα στην παγκόσμια δυναμική για την επιτάχυνση της κλιματικής δράσης στη ναυτιλία.

Αυτή είναι η εκτίμησή μας για την επιλογή αναβολής ενός έτους στη απόφαση για υιοθέτηση ή όχι του Net-Zero Framework (NZF).

Η συνεδρίαση MEPC/ES.2 του IMO που ολοκληρώθηκε σήμερα και έπειτα από ισχυρές πολιτικές πιέσεις, κυρίως από τις ΗΠΑ κατέληξε σε αναβολή της λήψης απόφασης για ένα έτος μετά...

Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμμαχοί της πίεσαν για άμεση υιοθέτηση, υπερίσχυσε μια συμμαχία χωρών που ζήτησε περισσότερο χρόνο για τεχνική επεξεργασία και πολιτική διαβούλευση.

·      Σε ψηφοφορία στο τέλος της συνεδρίασης, 57 κράτη ψήφισαν υπέρ της αναβολής, 49 κατά και 21 απείχαν.

·      Η πρόταση υποβλήθηκε από Σιγκαπούρη, υποστηρίχθηκε ενεργά από ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία, και ενισχύθηκε από ένα «τεχνικό» επιχείρημα ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος για την οριστικοποίηση του πλαισίου.

·      Ως αποτέλεσμα, η επίσημη έγκριση και υιοθέτηση του NZF μετατίθεται για το τέλος του 2026.

Διαμόρφωση συμμαχιών

Στρατόπεδο υπέρ της άμεσης υιοθέτησης (49 ψήφοι κατά της αναβολής).

  • Ευρωπαϊκή Ένωση (κράτη μέλη), Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Νέα Ζηλανδία, καθώς και σειρά νησιωτικών κρατών του Ειρηνικού (π.χ. Μάρσαλ, Φίτζι, Τόνγκα) που πλήττονται ήδη από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
  • Υποστήριξαν ότι η αναβολή υπονομεύει τη δέσμευση για μηδενικές εκπομπές έως το 2050 και δημιουργεί αβεβαιότητα στις επενδύσεις σε καθαρά καύσιμα.

Στρατόπεδο υπέρ της αναβολής (57 ψήφοι υπέρ αναβολής)

  • ΗΠΑ (πρωταγωνιστικός ρόλος), Σαουδική Αραβία, Σιγκαπούρη, Βραζιλία, Ινδία, Νότιος Αφρική, Αργεντινή, και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες με ισχυρά πετρελαϊκά ή ενεργειακά συμφέροντα.
  • Προέβαλαν το επιχείρημα ότι το NZF συνιστά «παγκόσμιο φόρο άνθρακα» που υπερβαίνει την εντολή του IMO και θα επιβαρύνει δυσανάλογα τις οικονομίες τους.

Ουδέτεροι / αποχές (21 ψήφοι)

  • Κίνα και ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής, μεταξύ των οποίων δημοσιεύματα φέρουν την Ελλάδα και την Κύπρο να απέχουν, κράτησαν ισορροπία, προωθώντας την ιδέα ενός «βελτιωμένου τεχνικού σχεδίου» πριν από την υιοθέτηση.

Πολιτική αποτίμηση

Για την ΕΕ και τους συμμάχους της

  • Η αναβολή, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί διπλωματική ήττα για την ΕΕ και τους συμμάχους της: η ΕΕ είχε επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο στην προώθηση του NZF ως πρώτου παγκόσμιου μηχανισμού τιμολόγησης εκπομπών για τη ναυτιλία.
  • Οι ΗΠΑ, που το χαρακτήρισαν «μη αποδεκτό φόρο άνθρακα», πέτυχαν να μετατοπίσουν τη συζήτηση από την κλιματική ανάγκη στη φορολογική αρμοδιότητα, εξουδετερώνοντας τη δυναμική υπέρ των ευρωπαϊκών προτάσεων.
  • Η αναβολή δίνει χρόνο αλλά και πολιτική ευκαιρία στις ΗΠΑ να διαμορφώσουν εναλλακτικό μηχανισμό βασισμένο σε εθνικές τους προτεραιότητες ή περιφερειακές ρυθμίσεις.

Η MEPC/ES.2 δεν οδήγησε σε ρήξη, αλλά σε στρατηγική καθυστέρηση. 

Οι ΗΠΑ κέρδισαν χρόνο και πολιτικό έλεγχο της συζήτησης, ενώ η ΕΕ καλείται να επανεξετάσει τη στρατηγική της εντός του IMO. 

Η αναβολή είναι μεν ήττα για την άμεση δράση, αλλά δεν ακυρώνει την παγκόσμια πορεία προς απανθρακοποίηση· αναδεικνύει, ωστόσο, πόσο εύθραυστη είναι η διεθνής συναίνεση σε ζητήματα κλιματικής διακυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη από 49 κράτη δείχνει ότι υπάρχει ισχυρός πυρήνας αποφασισμένων υποστηρικτών και ότι η δυναμική για την ενεργειακή μετάβαση δεν έχει εξανεμιστεί.


Επιπτώσεις για την ναυτιλία και αντιδράσεις.

1.    Ρυθμιστική αβεβαιότητα: Η ναυτιλία και ιδιαιτέρως η ευρωπαϊκή, θα πρέπει να λειτουργεί σε μεταβατικό περιβάλλον όπου το διεθνές πλαίσιο παραμένει ασαφές, ενώ το EU ETS και το FuelEU Maritime θα συνεχίσουν να ισχύουν.

2.  Οι ευρωπαίοι πλοιοκτήτες (Eurepean Shipowners / ESCA) εξέφρασαν με ανακοίνωσή τους, τη λύπη τους για την αναβολή της απόφασης και για τις επιπτώσεις στην ναυτιλία. «Λυπούμαστε για την σημερινή αναβολή της υιοθέτησης της διεθνούς συμφωνίας για το κλίμα για τη ναυτιλία. Το πλαίσιο IMO Net-Zero είναι απαραίτητο για να δώσει στον κλάδο τη βεβαιότητα που χρειάζεται και να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στην αγορά να παράγει τα καθαρά καύσιμα που είναι απαραίτητα για την επίτευξη του στόχου μηδενικών εκπομπών. Η ναυτιλία είναι ένας διεθνής κλάδος που απαιτεί ουσιαστικούς παγκόσμιους κανονισμούς για την αποκαρβονισμοποίηση. Η παγκόσμια ρύθμιση είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί ισότιμη μεταχείριση σε διεθνές επίπεδο και να επιτευχθεί η ενεργειακή μετάβαση της διεθνούς ναυτιλίας. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με τους διεθνείς εταίρους μας για να διασφαλίσουμε την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με το IMO NZF», δήλωσε ο Σωτήρης Ράπτης, Γενικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πλοιοκτητών | ECSA.

3.  Το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο, το οποίο υπήρξε ισχυρός υποστηρικτής του προγράμματος τελών άνθρακα και κεφαλαίων, δήλωσε απογοητευμένο και τόνισε ότι «ο κλάδος χρειάζεται σαφήνεια». Έχει εγείρει τον φόβο πολλών ότι μεμονωμένα έθνη ή περιοχές ενδέχεται να προχωρήσουν, δημιουργώντας ένα συνονθύλευμα κανονισμών για τον κλάδο. 

    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ναυτιλίας τόνισε ότι ο κλάδος είναι διεθνής και απαιτεί ουσιαστικούς παγκόσμιους κανονισμούς για την καθοδήγησή του από τις ανθρακούχες εκπομπές. Είπαν ότι είναι απαραίτητο για «ίσους όρους ανταγωνισμού» για την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης της διεθνούς ναυτιλίας. 

    Η ομάδα με επιρροή Danish Shipping εξέδωσε δήλωση λέγοντας ότι «η γεωπολιτική εκτροχίασε την πράσινη μετάβαση» και εκφράζοντας την απογοήτευσή της. «Δεν ήρθαμε γι' αυτό. Ήρθαμε εδώ για να συνάψουμε επιτέλους μια κρίσιμη συμφωνία για το κλίμα για τη διεθνή ναυτιλία», δήλωσε η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Danish Shipping, Anne H. Steffensen.

4.    Επενδυτική προετοιμασία: Παρά την καθυστέρηση, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προετοιμαστούν τεχνικά (MRV, GFI) και να συνεχίσουν πιλοτικές δράσεις καθαρής ενέργειας.